πενταπόσταγμα

πενταπόσταγμα
το
1. το απόσταγμα μετά από πέντε αποστάξεις.
2. μτφ., πεμπτουσία, το κυριότερο συστατικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πενταπόσταγμα — και πεντόσταγμα, το 1. προϊόν πέντε αποστάξεων 2. μτφ. η πεμπτουσία («στο αγαπάτε αλλήλους έγκειται το πενταπόσταγμα τής χριστιανικής διδασκαλίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + απόσταγμα] …   Dictionary of Greek

  • πεντόσταγμα — το βλ. πενταπόσταγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”